φυσομήτρα

φυσομήτρα
η, Ν
ιατρ. διάταση τής μήτρας που οφείλεται σε συσσώρευση αερίων, ανεμογγάστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + μήτρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”